- αντικαρκινικός
- -ή, -όαυτός που υποβοηθεί τη θεραπεία του καρκίνου: Ο αντικαρκινικός αγώνας εντείνεται σ' όλο τον κόσμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντικαρκινικός — ή, ό αυτός που αποβλέπει στην πρόληψη του καρκίνου και στη θεραπεία ή την ανακούφιση των καρκινοπαθών («αντικαρκινικό ίδρυμα, αντικαρκινικός έρανος, αντικαρκινική εκστρατεία») … Dictionary of Greek
αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… … Dictionary of Greek